- φωταγωγός
- -ό / φωταγωγός, -όν, ΝΜΑαυτός που φέρνει φωςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο φωταγωγόςάνοιγμα σε τοίχο ή κενός χώρος σε οικοδομή που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτωνμσν.1. μτφ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα, που καθοδηγεί τις ψυχές2. το θηλ. ως ουσ. ἡ φωταγωγόςη λαμπάδααρχ.1. (για τον Ήλιο) αυτός που εκπέμπει, που παρέχει φως, αυτός που φωτίζει2. αυτός που φέρνει κάτι στο φως, που αποκαλύπτει («φωταγωγὸς ἀθεμίστων πραγμάτων», πάπ.)3. μτφ. θεολ. (για τον Θεό) παρέχω πνευματικό φως, δίνω φώτιση4. το θηλ. ως ουσ. άνοιγμα χρήσιμο για φωτισμό, φεγγίτης ή παράθυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός, ψυχ-αγωγός)].
Dictionary of Greek. 2013.